- περικωμάζω
- περι-κωμάζω, im κῶμος rings umherziehen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περικωμάζω — Α περιέρχομαι τους δρόμους τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια με συνοδεία οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κωμάζω «γυρίζω στους δρόμους χορεύοντας και τραγουδώντας»] … Dictionary of Greek
περικωμάζειν — περικωμάζω carouse round pres inf act (attic epic) περικωμάζω carouse round pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)